- θαλαμοφόρα
- τατα τρηματοφόρα πρωτόζωα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -φορος (< φέρω), πρβλ. μαρσιπο-φόρα, τρηματο-φόρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek